Ἀλκίνου

Ἀλκίνου
Ἀλκίνοος
masc voc sg (attic)
Ἀλκίνοος
masc gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Φικίνος, Μαρσίλιος — (Ficino, 1433 – 1499). Ιταλός φιλόσοφος και φιλόλογος. Ο πατέρας του τον προόριζε για το ιατρικό επάγγελμα και τον έστειλε στην Μπολόνια να σπουδάσει. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στη Φλωρεντία ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, που ήταν μέλος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”